- ί
- (I)ἴ (Α)(πριν από φωνήεν) ή.[ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακός τ. τού διαζευτικού ή]·.————————(II)ἳ (Α)ονομαστική τής αντωνυμίας τού τρίτου προσ. οὗ («ἡ μὲν ὡς ἳ θάσσον', ἡ δ' ὡς ἵ τέκοι παῑδα», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αυτοπαθής αντωνυμία γ' προσ. θηλ. που συνδέεται με γοτθ. si, αρχ. ιρλ. si, αρχ. ινδ. (αιτιατική) si-m και ΙΕ *si].
Dictionary of Greek. 2013.